- πετσιά
- η, Ν [πετσί]δέρμα μεγάλου ζώου.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Moudros — Stadtgemeinde Moudros (1997–2010) Δήμος Μούδρου (Μούδρος) … Deutsch Wikipedia
Mudros — Gemeinde Moudros Δήμος Μούδρου (Μούδρος) DEC … Deutsch Wikipedia
Кастория — Город Кастория Καστοριά Страна ГрецияГреция … Википедия
βυρσοδεψώ — ησα, κατεργάζομαι δέρματα, αργάζω πετσιά ή τομάρια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φύρα — η 1. αυτόματη ελάττωση του όγκου ή του βάρους (ή και των δύο) ορισμένων προϊόντων με χυμό (καρπών, γαλακτερών, ζυμαρικών κ.ά.) εξαιτίας τριβής, εξάτμισης ή αποστράγγισης: Τα πετσιά όταν ξεραίνονται έχουν κάποια φύρα. 2. κάθε μείωση ποσότητας κάθε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)